ποικιλόσχημος

ποικιλόσχημος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές.
επίρρ...
ποικιλοσχήμως Ν
με ποικιλόσχημο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόσχημος — η, ο αυτός που έχει ποικίλα σχήματα, μορφές, αλλ. ποικιλόμορφος: Ποικιλόσχημα επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιολόμορφος — αἰολόμορφος, ον (Α) ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μόρφος < μορφή] …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”