- ποικιλόσχημος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές.επίρρ...ποικιλοσχήμως Νμε ποικιλόσχημο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη].
Dictionary of Greek. 2013.